χιλιάδας

χιλιάδας
χῑλιάδας , χιλιάς
a thousand
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιλιάδα — η / χιλιάς, άδος, ΝΜΑ 1. (με περιλπτ. σημ.) σύνολο χιλίων μονάδων ή χιλίων ομοειδών αντικειμένων (α. «τού κόστισαν τρεις χιλιάδες δραχμές» β. «πολλὰς χιλιάδας ταλάντων», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. μαθημ. το σύνολο χιλίων μονάδων, θεωρούμενο ως νέα μονάδα… …   Dictionary of Greek

  • μισός — ή, ό (Μ μισός, ή, όν) αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ήμισυς νεοελλ. 1. ασυμπλήρωτος, ατελής, ελλιπής, λειψός, κολοβός («μισές δουλειές έκανες πάλι») 2. φρ. α) «μισό μισό» ή «μισό και μισό» ανακατωμένο ή …   Dictionary of Greek

  • πεντακόσιοι — ες, α και πεντακόσοι, ες, α / πεντακόσιοι και επικ. τ. πεντηκόσιοι, αι, α, αρσ. και πεντακάτιοι, ΝΑ 1. αυτοί που είναι πέντε φορές εκατό, που μπορούν να μετρηθούν σε πέντε εκατοντάδες 2. φρ. «η βουλή τών Πεντακοσίων» ή, απλώς, «οι Πεντακόσιοι»… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”